- ἐπιπλέκειν
- ἐπιπλέκωwreathepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπλέκω — (Α ἐπιπλέκω) περιπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω νεοελλ. (για αρρώστια) προκαλώ επιπλοκές, χειροτερεύω αρχ. 1. πλέκω πάνω σε κάτι, προσθέτω πλέκοντας 2. δένω, δεσμεύω 3. συνδυάζω, συνδέω («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», Αριστοτ.) 3.… … Dictionary of Greek
epiploce — ‖ epiploce Rhet. (ɛˈpɪpləsiː) [mod.L., a. Gr. ἐπιπλοκή plaiting together, f. ἐπιπλέκειν, f. ἐπί upon + πλέκειν to plait, twine.] ‘A figure of rhetoric, by which one aggravation, or striking circumstance, is added in due gradation to another’.… … Useful english dictionary